- παρεμβολή
- ἡ παρ|εμ|βολή 1. вставка; 2. (укрепленный) лагерь; казарма
Древнегреческо-русский учебный словарь. - С-П.: "Нотабене". 1997.
Древнегреческо-русский учебный словарь. - С-П.: "Нотабене". 1997.
παρεμβολῇ — παρεμβολή insertion fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεμβολή — insertion fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεμβολή — η προσθήκη, εμφάνιση, παρουσία μεταξύ δύο πραγμάτων: Η παρεμβολή παρασίτων στα μέσα επικοινωνίας είναι πράξη αξιόποινη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παρεμβολή — (Μαθημ.). Με αφορμή διάφορα προβλήματα των εφαρμογών (πειραματικές επιστήμες, στατιστική) τίθεται πολλές φορές το εξής (μαθηματικό) πρόβλημα: ζητείται μια συνάρτηση f μιας μεταβλητής x από το ότι για ν + 1 διαφορετικές μεταξύ τους τιμές x1, x2 … Dictionary of Greek
γραμμική παρεμβολή — Μέθοδος προσέγγισης μιας πραγματικής συνάρτησης f(x) με ένα πολυώνυμο (πολυώνυμο παρεμβολής). Αν θεωρήσουμε δύο διαφορετικούς πραγματικούς αριθμούς χ0, χ1 και υποθέσουμε ότι η f(χ) είναι ορισμένη σε αυτά τα σημεία, τότε το πολυώνυμο Ρ(χ) που… … Dictionary of Greek
παρεμβολῆι — παρεμβολῇ , παρεμβολή insertion fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεμβολαῖς — παρεμβολή insertion fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεμβολαί — παρεμβολή insertion fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεμβολῆς — παρεμβολή insertion fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεμβολήν — παρεμβολή insertion fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεμβολῶν — παρεμβολή insertion fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)